ανάβαλτος

ανάβαλτος
ο фольк, нечистый, сатана

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανάβαλτος" в других словарях:

  • ανάβαλτος — και αρτος, ο αυτός τον οποίο δεν πρέπει να αναφέρει κανείς, να τόν βάλει στο στόμα του, δαίμονας, διάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναβαλτός < αναβάλλω. Το αρκτικό α πήρε τη στερητική σημασία με τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»